κηλωνηίῳ

κηλωνηίῳ
κήλων
swipe
neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • CELONES — in antiquo Lucii exemplari, apud Salmasium, ex Graeco est κήλων, unde κηλώνιον, apud Herodotum, l. 1. καὶ παραγίγεται ὁ ςῖτος οὐ καθάπερ εν Αἰγύπτῳ, τȏυ ποταμοῦ ἀναβαίνοντος εἰς αρούρας, ἀλλὰ χερςί τε καὶ κηλωνείοιςιν αρδόμενος. Et κηλωνήϊον,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • υποτύπτω — Α 1. χτυπώ κάτω, ωθώ προς τα κάτω («κοντῷ ὑποτύπτοντες λίμνην», Ηρόδ.) 2. ρίχνω κάτω, βυθίζω («ὑποτύψας κηλωνηΐῳ ἀντλέει», Ηρόδ.) 3. πατώ, στηρίζομαι («χέρσῳ ὑπέτυψε κορώνη», Άρατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τύπτω «χτυπώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”